- καμψίπους
- καμψίπους, -ουν (Α)1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» — και τώρα τρέμω μήπως η γοργοπόδαρη Ερινύς [ή: η Ερινύς που λυγίζει τα πόδια, που καταβάλλει και ταπεινώνει τους ανθρώπους] πραγματοποιήσει την κατάρα, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + -πους (< πούς), πρβλ. αελλό-πους, ωκύ-πους. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.